- τεγεναρία
- (tegenaria). Αραχνίδιο της οικογένειας των αγαληνιδών. Πρόκειται για γένος που αριθμεί πολλά είδη μικρόσωμων αραχνών, τα γνωστότερα από τα οποία είναι η τ. η δερχάμια που ζει σε ολόκληρη σχεδόν την υδρόγειο και η τ. η κατοικίδια που ζει στη βόρεια και την κεντρική Ευρώπη.
Ένα χαρακτηριστικό είδος τεγεναρίας.
* * *η, Νζωολ. γένος αραχνιδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. tegenaria].
Dictionary of Greek. 2013.